ναυπήγημα
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
Greek Monolingual
το
1. το αποτέλεσμα του ναυπηγώ, η ναυπήγηση
2. κάθε σκάφος που σύμφωνα με τη ναυπηγική επιστήμη και τέχνη έχει τη δυνατότητα να πλέει και να μετακινείται στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναυπηγώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].