Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
νεβροῦμαι, -όομαι (Α) νεβρόςμεταβάλλομαι σε νεβρό («κεφαλήν φάσματι νεβρωθεῖσαν», Νόνν.).