νεκροβρεφοφάγος

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source

Greek (Liddell-Scott)

νεκροβρεφοφάγος: -ον, ὁ νεκρὰ βρέφη τρώγων, Κρόνος Γ. Μελιτην. στ. 1484.

Greek Monolingual

νεκροβρεφοφάγος, -ον (Μ)
(ως επίθ. του Κρόνου) αυτός που τρώγει νεκρά βρέφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + βρέφος + -φαγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω)].