νεοκέντητος

From LSJ

μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοκέντητος Medium diacritics: νεοκέντητος Low diacritics: νεοκέντητος Capitals: ΝΕΟΚΕΝΤΗΤΟΣ
Transliteration A: neokéntētos Transliteration B: neokentētos Transliteration C: neokentitos Beta Code: neoke/nthtos

English (LSJ)

νεοκέντητον, newly planted, of vines, Hero *Geom.23.68.

Greek (Liddell-Scott)

νεοκέντητος: -ον, νεωστὶ κεντηθείς, ἐγκεντρισθείς, ἐπὶ ἀμπέλου, Ἥρων Νεώτ. 222, 19.

Greek Monolingual

νεοκέντητος, -ον (Α)
1. (για τα σταφύλια) αυτός που εμβολιάστηκε με εγκεντρισμό πρόσφατα
2. αυτός που φυτεύθηκε πρόσφατα.