νεφίδιον

From LSJ

Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll

Menander, Monostichoi, 349

Greek Monolingual

νεφίδιον, τὸ (Μ) νέφος
μικρό σύννεφο, συννεφάκι.