νεφριδικός

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό νεφρίδιο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νεφρίδιο.