νημάτιο

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source

Greek Monolingual

το
1. λεπτό νήμα, λεπτή κλωστή
2. ανατ. νηματοειδής απόληξη μερικών οργάνων ή κυτταρωδών στοιχείων του σώματος («οσφρητικά νημάτια»)
3. φρ. «τελικό νημάτιο»
ανατ. νηματοειδής απόληξη του τελικού κώνου του νωτιαίου μυελού η οποία έχει μήκος 20 περίπου εκατοστόμετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήμα, -ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στο περ. Παρνασσός].