νημάτιο
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
Greek Monolingual
το
1. λεπτό νήμα, λεπτή κλωστή
2. ανατ. νηματοειδής απόληξη μερικών οργάνων ή κυτταρωδών στοιχείων του σώματος («οσφρητικά νημάτια»)
3. φρ. «τελικό νημάτιο»
ανατ. νηματοειδής απόληξη του τελικού κώνου του νωτιαίου μυελού η οποία έχει μήκος 20 περίπου εκατοστόμετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήμα, -ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στο περ. Παρνασσός].