νομισματοκοπία
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
Greek Monolingual
η
η κοπή νομισμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομισματοκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1822 στα Έγγραφα της Ελληνικής Κυβερνήσεως].