νομισματοκόπος

Greek Monolingual

ο, η
αυτός που με ειδικά μηχανήματα κόβει και εκτυπώνει νομίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμισμα, -ατος + -κόπος (< κόπτω). Η λ. μαρτυρείται από το 1745 στον Θ. Μανδακάση].