νοσογραφικός
From LSJ
Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν → Perhibere vera semper ingenuum decet → Die Wahrheit sagen ist des freien Mannes Art
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νοσογραφία.
επίρρ...
νοσογραφικώς
με νοσογραφικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοσογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Θ. Αφεντούλη].