νοσογραφικός

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νοσογραφία.
επίρρ...
νοσογραφικώς
με νοσογραφικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοσογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Θ. Αφεντούλη].