νοσογραφία

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

η
1. επιστημονική περιγραφή και ταξινόμηση τών νόσων
2. σύγγραμμα που περιγράφει μία ή περισσότερες νόσους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nosography < νόσος + -γραφία (< -γράφος). Η λ. μαρτυρείται από το 1811 στον Ιωάννη Ασάνη].