νουρά

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

η
ουρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από συμπροφορά του άρθρου με τη λ. στην αιτ. την ουρά (πρβλ. νοικοκύρης < τον οικοκύρη)].