νουρά
From LSJ
Greek Monolingual
η
ουρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από συμπροφορά του άρθρου με τη λ. στην αιτ. την ουρά (πρβλ. νοικοκύρης < τον οικοκύρη)].
η
ουρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από συμπροφορά του άρθρου με τη λ. στην αιτ. την ουρά (πρβλ. νοικοκύρης < τον οικοκύρη)].