ντέφι

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Greek Monolingual

το
κρουστό μουσικό όργανο που μοιάζει με μικρό τύμπανο και αποτελείται από ξύλινο κυκλικό πλαίσιο με δέρμα στη μία βάση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tef].