ντροπιάζω
From LSJ
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
Greek Monolingual
ντροπή
1. κάνω κάποιον να αισθανθεί ντροπή, τον εκθέτω, τον προσβάλλω («του μίλησε με τρόπο που τον ντρόπιασε μπροστά στους φίλους του»)
2. κάνω κάποιον να αισθανθεί ντροπή εξαιτίας μου («με τα καμώματά σου ντροπιάζεις τους γονείς σου»)
3. κάνω κάποιον να αισθανθεί ντροπή για τις δικές του πράξεις
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ντροπιασμένος, -η, -ο
αυτός που έχει ντροπιαστεί, εξευτελισμένος.