εκθέτω
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
Greek Monolingual
(AM ἐκτίθημι)
1. θέτω έξω, τοποθετώ σε υπαίθριο μέρος
2. εγκαταλείπω νεογέννητο βρέφος
3. αφηγούμαι με λεπτομέρειες προφορικά ή εγγράφως
νεοελλ.
1. θέτω σε κοινή θέα
2. τοποθετώ κάτι ως έκθεμα σε έκθεση («θα εκθέσει τα έργα του στο Παρίσι»)
3. υποβάλλω στην επίδραση εξωτερικών παραγόντων («μην εκτίθεσαι στον ήλιο»)
4. φέρνω ή αφήνω κάποιον σε τέτοια θέση ώστε να κινδυνεύσει («εξέθεσε τη ζωή του σε κίνδυνο»)
5. (για πρόσ.) γίνομαι αιτία να υποστεί κάποιος ηθική μείωση («εξέθεσε το κορίτσι»)
6. αφηγούμαι συστηματικά
7. κάνω τα αποκαλυπτήρια, αποκαλύπτω
8. φρ. α) «εκθέτω σε πλειστηριασμό» — πουλώ σε δημοπρασία, βγάζω στο σφυρί
β) «εκθέτω υποψηφιότητα» — υποβάλλω υποψηφιότητα
9. μέσ. αναλαμβάνω υποχρεώσεις («έχω δώσει τον λόγο μου και εκτέθηκα»)
αρχ.
1. αποβιβάζω
2. προσφέρω ως βραβείο
3. ορίζω την πληρωμή
4. θέτω στη διάθεση κάποιου
5. συντάσσω
6. επιλέγω για να πραγματευθώ ιδιαιτέρως
7. ανάγω σε γενικούς τύπους
8. μέσ. ξεχωρίζω χαρακτηριστικά παραδείγματα
9. (φιλοσ.) εξηγώ με αφηρημένους τρόπους.