νωχελίς
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
Full diacritics: νωχελίς | Medium diacritics: νωχελίς | Low diacritics: νωχελίς | Capitals: ΝΩΧΕΛΙΣ |
Transliteration A: nōchelís | Transliteration B: nōchelis | Transliteration C: nochelis | Beta Code: nwxeli/s |
-ίδος, ἡ, = βαλλωτή, Ps.-Dsc.3.103.
νωχελίς: ἡ, = βαλωτή, Διοσκ. 3, 107 (117), ἐκ τῶν νόθων.
νωχελίς ή νωκελίς, -ίδος, ἡ (Α)
το φυτό βαλλωτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νωχελής + επίθημα -ίς].