ξένον
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
Greek Monolingual
το
χημ. βλ. ξένο.
Russian (Dvoretsky)
ξένον: τό странность, необычность (τῆς ὑποθέσεως Luc.).
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
το
χημ. βλ. ξένο.
ξένον: τό странность, необычность (τῆς ὑποθέσεως Luc.).