οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
τοχημ. βλ. ξένο.
ξένον: τό странность, необычность (τῆς ὑποθέσεως Luc.).