ξεδίπλωμα
From LSJ
κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place
Greek Monolingual
το
το αποτέλεσμα του ξεδιπλώνω, άνοιγμα, ξετύλιγμα.
κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place
το
το αποτέλεσμα του ξεδιπλώνω, άνοιγμα, ξετύλιγμα.