ξετύλιγμα

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source

Greek Monolingual

το ξετυλίγω
η διάλυση της περιτύλιξης ή συσκευασίας ενός πράγματος τυλιγμένου, το ξεδίπλωμα, το ξεκουθάριασμα.