ξετύλιγμα

From LSJ

σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain

Source

Greek Monolingual

το ξετυλίγω
η διάλυση της περιτύλιξης ή συσκευασίας ενός πράγματος τυλιγμένου, το ξεδίπλωμα, το ξεκουθάριασμα.