ξελεπίζω

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

βγάζω τα λέπια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + λέπι].