ξυλάδικο

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520

Greek Monolingual

το
1. κατάστημα στο οποίο πωλείται ξυλεία, ξυλεμπορικό
2. κατάστημα όπου πωλούνται καυσόξυλα ή κάρβουνα.