ξυλάδικο

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99

Greek Monolingual

το
1. κατάστημα στο οποίο πωλείται ξυλεία, ξυλεμπορικό
2. κατάστημα όπου πωλούνται καυσόξυλα ή κάρβουνα.