οδεία

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source

Greek Monolingual

ὁδεία και ὁδία, ἡ (Α) οδεύω
1. πο-ρεία, ταξίδι
2. πομπή, παρέλαση.