ὁδεία
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
English (LSJ)
ἡ, travelling, Aristeas 106:—written ὁδία, procession, PTeb. 599 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 292] ἡ, das Gehen, der Gang, Weg, die Reise.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδεία: ἡ, πορεία, ὁδοιπορία, «ταξεῖδι», Ἀριστέας σ. 113F.
Greek Monolingual
ὁδεία και ὁδία, ἡ (Α) οδεύω
1. πο-ρεία, ταξίδι
2. πομπή, παρέλαση.