παρέλαση
From LSJ
Ῥῆμα παράκαιρον τὸν ὅλον ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
Greek Monolingual
η / παρέλασις, -άσεως, ή ΝΑ παρελαύνω
διέλευση μπροστά από κάτι ή κάποιον, το πέρασμα
νεοελλ.
(ειδικότερα) επιδεικτική διέλευση στρατιωτικών τμημάτων, οργανώσεων ή σχολείων κατά φάλαγγες ή κατά παραγωγή μπροστά από τον αρχηγό τους ή από τιμώμενο πρόσωπο καθώς και η διεύλευσή τους από τους κεντρικούς δρόμους της πόλης μετά από επιθεώρηση ή από τελετή.