οινικός
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α οἰνικός, -ή, -όν) οίνος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οίνο («οινικό συνάλλαγμα»).