οινικός
From LSJ
λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε → hunger is a good sauce, hunger is the best pickle, hunger is the best sauce, hunger is the best seasoning, hunger is the best spice
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α οἰνικός, -ή, -όν) οίνος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οίνο («οινικό συνάλλαγμα»).