συνάλλαγμα

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάλλαγμα Medium diacritics: συνάλλαγμα Low diacritics: συνάλλαγμα Capitals: ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑ
Transliteration A: synállagma Transliteration B: synallagma Transliteration C: synallagma Beta Code: suna/llagma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A covenant, contract, D.24.213, Arist.Rh.1354b25, PEleph.1.14 (iv B.C.), PEnteux 55.6 (iii B.C.), etc.; σ. ποιεῖσθαι D.30.21; διαλύειν D.H.6.22; commitments, διὰ συναλλαγμάτων ἀνάγκην Aen.Tact.5.1.
2 generally, in plural, dealings, transactions, Archyt.3, Hp.Medic.1; ἑκούσια συναλλάγματα, i.e. sales, loans, etc., distinguished from ἀκούσια συναλλάγματα, i.e. crimes of force or fraud, Arist.EN1131a2, cf. Rh.1376b12; βίαια συναλλάγματα LXX Is.58.6; σ. καὶ ἐγκλήματα OGI229.54 (Smyrna, iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 998] τό, Vertauschung, Verkehr, Handel, Vertrag; ἴδια συναλλάγματα, Dem. 24, 213. 33, 12; ἡ περὶ τὰ συναλλάγματα πραγματεία, Processe, Arist. rhet. 1, 1; eth. 5, 2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
convention, pacte, contrat.
Étymologie: συναλλάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνάλλαγμα -ατος, τό [συναλλάττω] steeds plur. handelsovereenkomst, contract.

Russian (Dvoretsky)

συνάλλαγμα: ατος τό
1 сношение, отношение: τὰ συναλλάγματα κατὰ συνθήκας Arst. взаимоотношения, основанные на договорах;
2 договор, соглашение Arst.: τὰ ἴδια συναλλάγματα Dem. частные сделки.

Greek (Liddell-Scott)

συνάλλαγμα: τό, ἐπιμιξία, τινι πρό τινα Ἱππ. 19. 24. ΙΙ. ἀμοιβαία συμφωνία, συνθήκη, συμβόλαιον, Δημ. 766. 3, Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 10, κτλ.· σ. ποιεῖσθαι Δημ. 869. 22· διαλύειν Διον. Ἁλ. 6. 22. 2) ὁ Ἀριστ. ἐν τοῖς Ἠθικ. Νικ. 5. 2, 13· λαμβάνει τὰ συναλλάγματα ἐν τῇ εὐρυτάτῃ σημασίᾳ ἐπὶ πάσης πράξεως μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ ἀνθρώπου καὶ διαιρεῖ εἰς ἑκούσια σ., δηλ. συμβόλαια, συνθήκας, συμφωνίας κτλ. (πρβλ. συγγραφὴ ΙΙ. 2, συμβόλαιον ΙΙ, σύμβολον ΙΙ, συνθήκη ΙΙ)· καὶ ἀκούσια, ἅπερ περιλαμβάνουσι παντοειδῆ κακουργήματα, πρβλ. Ρητ. 1. 15. 22.

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και βοιωτ. τ. σουνάλλαγμα Α συναλλάσσω
νεοελλ.
1. κάθε συναλλακτικό μέσο εκφραζόμενο σε ξένο νόμισμα και κάθε μέσο διεθνών πληρωμών
2. φρ. α) «τιμή του συναλλάγματος» — η τιμή του εθνικού νομίσματος μιας χώρας εν σχέσει με την τιμή του νομίσματος μιας άλλης, αλλ. ισοτιμία
β) «συνάλλαγμα και εξωτερικές πληρωμές» — πληρωμές που γίνονται σε συνάλλαγμα μεταξύ κρατών για αποπληρωμή εμπορικών χρεών ή ως μια μονομερής μεταφορά κεφαλαίων ή για επένδυση ή για άλλο λόγο
γ) «δεσμευμένο συνάλλαγμα» — συνάλλαγμα που έχει κατατεθεί σε μια τράπεζα και που η εκ μέρους του κατόχου του ελεύθερη διάθεσή του απαγορεύεται για διάφορους λόγους και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα
δ) «αγορά συναλλάγματος» — αγορά στην οποία εθνικά νομίσματα αγοράζονται και πωλούνται από εκείνους που τά χρειάζονται για ποικίλες συναλλαγές
ε) «προθεσμιακές πράξεις συναλλάγματος» — συναλλαγές που συνεπάγονται συμφωνίες συγκεκριμένης ισοτιμίας σε μια συγκεκριμένη μελλοντική χρονική στιγμή
στ) «έλεγχος ξένου συναλλάγματος» — κυβερνητικοί περιορισμοί στις ιδιωτικές συναλλαγές σε συνάλλαγμα, οι οποίοι αποσκοπούν στην αποτροπή δημιουργίας προβλήματος ή στην επανόρθωση ενός προβλήματος στο ισοζύγιο πληρωμών, με τον περιορισμό της αγοράς ξένου συναλλάγματος σε ύψος που δεν ξεπερνά τις σχετικές εισπράξεις
ζ) «ρήτρα συναλλάγματος» — ρήτρα που συνομολογείται μεταξύ δανειστών και δανειζομένων και στοχεύει στην προστασία τών δανειστών από τον κίνδυνο υποτιμήσεως με το ότι τα μέρη συμφωνούν ότι το συναφθέν δάνειο ή η συναφθείσα πώληση ισοδυναμεί με ένα ποσόν σε ξένο σταθερό νόμισμα και ότι η εξόφληση θα γίνει σε εγχώριο νόμισμα με την ισοτιμία που θα ισχύει στη δεδομένη στιγμή
αρχ.
1. συμβόλαιο, συμφωνία
2. στον πληθ. τὰ συναλλάγματα
α) εμπορικές συναλλαγές, δοσοληψίες («ἀργύριον μὲν νόμισμ' εἶναι τῶν ἰδίων συναλλαγμάτων ἕνεκα τοῖς ἰδιώταις εὑρημένον», Δημοσθ.)
β) συναλλαγή, αμοιβαία σχέση («κριταὶ τῶν δημοσίων και τῶν ἰδιωτικῶν συναλλαγμάτων», Πολ.)
γ) ένταλμα πληρωμής
3. φρ. α) «ἑκούσια συναλλάγματα» — πράξεις που γίνονται με αμοιβαία συμφωνία όπως συνθήκες, συμβόλαια κ.λπ. (Αριστοτ.)
β) «ἀκούσια συναλλάγματα» — μονομερείς ενέργειες ή βιαιοπραγίες (Αριστοτ.).

Greek Monotonic

συνάλλαγμα: -ατος, τό, αμοιβαία συμφωνία, σύμβαση, συμβόλαιο, συνθήκη, σε Δημ. κ.λπ.· στον πληθ., συναλλαγές μεταξύ ανθρώπων, σε Αριστ.

Middle Liddell

συνάλλαγμα, ατος, τό, [from συναλλάσσω
a mutual agreement, covenant, contract, Dem., etc.: in plural dealings between men, Arist.

English (Woodhouse)

bond, written agreement

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Άπό τό συναλλάσσω → σύν + ἀλλάσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.