οινοποσία

From LSJ

οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί → woe unto you scribes and Pharisees hypocrites

Source

Greek Monolingual

η (Α οἰνοποσία)
πόση οίνου
νεοελλ.
κατάχρηση οινοπνευματωδών ποτών, υπέρμετρη χρήση οίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνοπότης ή απευθείας < οἶνος + πόσις < πίνω)].