Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οκτάεδρος

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120

Greek Monolingual

και οχτάεδρος, -η, -ο (Α ὀκτάεδρος, -ον)
1. αυτός που έχει οκτώ έδρες
2. το ουδ. ως ουσ. το οκτάεδρο
γεωμετρικό σχήμα που έχει οκτώ έδρες
νεοελλ.
φρ. «κανονικό οκτάεδρο»
μαθ. ένα από τα πέντε κανονικά πολύεδρα, που έχει οκτώ έδρες οι οποίες είναι ισόπλευρα τρίγωνα, δώδεκα ακμές και έξι κορυφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -εδρος (< ἕδρα)].