οκτήρης

From LSJ

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286

Greek Monolingual

ὀκτήρης, -ῆρες (Α)
1. (για πλοίο) αυτό που έχει οκτώ σειρές κουπιών
2. το θηλ. ως ουσ.ὀκτήρης
πολεμικό πλοίο με οκτώ σειρές κουπιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ + -ήρης (< θ. ερε-, πρβλ. ἐρέτης «κωπηλάτης»), πρβλ. τριήρης. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].