οκταχώς

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

ὀκταχῶς (Α)
επίρρ. με οκτώ τρόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ + επιρρμ. κατάλ. -αχῶς (πρβλ. εξαχώς, τετραχώς)].