οκταχώς

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source

Greek Monolingual

ὀκταχῶς (Α)
επίρρ. με οκτώ τρόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ + επιρρμ. κατάλ. -αχῶς (πρβλ. εξαχώς, τετραχώς)].