ολιγοήμερος

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

και λιγοήμερος, -η, -ο (ΑΜ ολιγοήμερος και ὀλιγήμερος, -ον)
αυτός που διαρκεί λίγες ημέρες
νεοελλ.
αυτός που πρόκειται να ζήσει λίγες ακόμη μέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -ήμερος (< ἡμερα), πρβλ. μακροήμερος].