ολιγοβαρής

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182

Greek Monolingual

-ές (Μ ολιγοβαρής, -ές)
αυτός που έχει λίγο βάρος, ελαφρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ισοβαρής].