ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair
ὀλιγοκάλαμος, -ον (Α)αυτός που έχει λίγους καλάμους, λίγα στελέχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + κάλαμος].