ὀλιγοκάλαμος
From LSJ
English (LSJ)
[κᾰ], ον, with few reeds or stalks, Thphr. CP4.11.4 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 320] mit wenigen Halmen, Stengeln, Theophr., im comparat.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγοκάλᾰμος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγους καλάμους, ὀλίγα στελέχη ἢ καυλούς, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 11, 4.
Greek Monolingual
ὀλιγοκάλαμος, -ον (Α)
αυτός που έχει λίγους καλάμους, λίγα στελέχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + κάλαμος].