ολοκαίνουργιος

From LSJ

Μὴ ‘μβαινε δυστυχοῦντι· κοινὴ γὰρ τύχη → Misero cave insultare: Fors hera omnium est → Verhöhne den im Unglück nicht, es trifft auch dich

Menander, Monostichoi, 356

Greek Monolingual

-α, -ο και ολοκαίνουργος, -η, -ο
εντελώς καινούργιος, κατακαίνουργος, αμεταχείριστος, άθικτος.