κατακαίνουργος

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
(επιτ. του καινούργιος) ολοκαίνουργος, νεώτατος.