ομείχω

From LSJ

Ἰδών τι κρυπτὸν (χρηστὸν) μηδὲν ἐκφάνῃς ὅλως → Aliquid vidisti occultum (pulchrum)? Nihil elimina → Siehst du Verborgnes (was Gutes), offenbare dich nicht ganz

Menander, Monostichoi, 271

Greek Monolingual

ὀμείχω και ὀμιχῶ και μιχῶ, -έω (Α)
ουρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀμείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα meiĝh- «ουρώ» με προθεματικό φωνήεν - και συνδέεται με αρχ. ινδ. mehati «ουρώ», αβεστ. maēzaiti, αρχ. νορβ. mīga κ.ά. Η συνηρημένη μορφή του τ. ὀμιχῶ (και μιχῶ, χωρίς προθεματικό φωνήεν) μπορεί να εξηγηθεί ως αναλογικός σχηματισμός από το συνώνυμο οὐρῶ, ενώ το -ι- του τ. οφείλεται πιθ. σε πρόωρο ιωτακισμό λόγω της συνήθους χρήσης του ρήματος (πρβλ. ιδίω, ίδος). Το ρ. ὀμείχω, τέλος, συνδέεται με το ουσ. μοιχός (χωρίς προθεματικό φωνήεν), το οποίο εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας και έχει εξελιχθεί σημασιολογικά στην έννοια του διαφθορέα εραστή (βλ. και λ. μοιχός)].