ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you
ὀμματοποιός, -όν (Α)αυτός που δίνει την όραση, αυτός που κάνει κάποιον να βλέπει.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, -ατος + -ποιός].