μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves
ὀμματοποιός, -όν (Α)αυτός που δίνει την όραση, αυτός που κάνει κάποιον να βλέπει.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, -ατος + -ποιός].