ομοζυγώτης
From LSJ
Greek Monolingual
ο
βιολ. διπλοειδές κύτταρο ή διπλοειδής οργανισμός που φέρει δύο ίδια αλληλόμορφα του ίδιου γονιδίου, σε αντιδιαστολή με τον ετεροζυγώτη.
ο
βιολ. διπλοειδές κύτταρο ή διπλοειδής οργανισμός που φέρει δύο ίδια αλληλόμορφα του ίδιου γονιδίου, σε αντιδιαστολή με τον ετεροζυγώτη.