ομοζυγώτης
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Greek Monolingual
ο
βιολ. διπλοειδές κύτταρο ή διπλοειδής οργανισμός που φέρει δύο ίδια αλληλόμορφα του ίδιου γονιδίου, σε αντιδιαστολή με τον ετεροζυγώτη.