ομφαλοπρόπτωση

From LSJ

οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. πρόπτωση του ομφάλιου λώρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός + πρόπτωση].