πρόπτωση
From LSJ
τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst
Greek Monolingual
η / πρόπτωσις -ώσεως, ΝΑ προπίπτω
1. πτώση προς τα εμπρός ή προς τα κάτω
2. ιατρ. η μετατόπιση οργάνου του σώματος από τη φυσιολογική θέση του και, ειδικότερα, η πτώση οργάνου ή τμήματος οργάνου από τη φυσιολογική του θέση εξαιτίας της χαλάρωσης τών στηρικτικών του μέσων (α. «πρόπτωση της μήτρας» β. «πρόπτωσις ὑστέρας», Διοσκ.)
αρχ.
1. (σχετικά με τα μάτια) εκβολή προς τα έξω, προεκβολή
2. η προεκβολή τών δοράτων της φάλαγγας
3. κλίση, ροπή προς κάτι
4. εσπευσμένη, αστήρικτη κρίση
5. εκφυλισμός
6. μτφ. το να προσπίπτει κανείς στα πόδια κάποιου ικετεύοντάς τον
7. φρ. «ἡ τοῦ φθόγγου πρόπτωσις» — εκφώνηση, προφορά.