ονήλατος

From LSJ

Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete

Plato, Symposium, 192e10

Greek Monolingual

ὀνήλατος, -ον (Α)
1. αυτός που σύρεται από όνους
2. φρ. «κλείνη ὀνήλατος»
πιθ. σαμάρι όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ-ήλατος. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].